-
1 περι-αλείφω
περι-αλείφω (s. ἀλείφω), ringsum anstreichen, überziehen; πάντα ἔξωϑεν περιήλειψαν τὸν νεὼν ἀργύρῳ, Plat. Critia. 116 d; Theophr. u. Sp. übtr.; περιαλήλιπται καὶ καταπέπλασται σαρκίνοις ἐμφράγμασι, Plut. Symp. 9, 11, 6.
См. также в других словарях:
περιαλείφω — ΝΜΑ αλείφω γύρω γύρω, αλείφω κάτι σε όλα τα μέρη του, επαλείφω παντού («πάντα δὲ ἔξωθεν περιήλειψαν τὸν νεὼν ἀργύρῳ», Πλάτ.) αρχ. 1. ασβεστώνω, ασπρίζω 2. (για τους υμένες τού σώματος) περιβάλλω, περικαλύπτω («ὑμένες ὅσοι περιαλείφουσι τὸν… … Dictionary of Greek